διατάσσομαι — διατάσσω appoint pres ind mp 1st sg διατάσσω appoint pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
разчиняю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (διατάσσομαι) распределяю, привожу в порядок … Словарь церковнославянского языка
велѣти — ВЕЛ|ѢТИ (513), Ю, ИТЬ гл. 1.Велеть, приказывать: и пооучаимъ сѩ въ иноу книжьныимъ словесьмъ. творѩще волю ихъ ˫ако же велѩть. да и вѣчьны˫а жизни достоини боудемъ. Изб 1076, 4 об.; Сего ради на вьсѩкомь мѣстѣ молити сѩ ве||лить ап(о)лъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
προσερώ — έω, Α (ως μέλλοντας τού προσαγορεύω) 1. προσαγορεύω, προσφωνώ («ὕστατον δή σε προσεροῡσι νῡν οἱ ἐπιτήδειοι» Πλάτ.) 2. ονομάζω, αποκαλώ κάποιον με όνομα («τί προσεροῡμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις;», Πλάτ.) 3. παθ. προσεροῡμαι, έομαι διατάσσομαι.… … Dictionary of Greek
διατάσσω — διατάσσω, διέταξα βλ. πίν. 27 Σημειώσεις: διατάσσω, διατάσσομαι : στα λεξικά αναφέρεται ότι το ρήμα έχει και την έννοια του διατάζω (→ δίνω διαταγή σε κάποιον), ενώ στη σύγχρονη γλώσσα έχει διαχωριστεί η σημασία του και σημαίνει → τοποθετώ σε… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής